Πρόκειται για έναν ισχυρό καταπέλτη που εκτόξευε βέλη σε μεγάλες αποστάσεις. Αποτελούνταν από μια στενόμακρη θήκη («σύριγξ») που στο πλάι της έφερε πριονωτές οδοντώσεις και στην κορυφή ένα ισχυρό πλαίσιο. Στο πλαίσιο στηρίζονταν μέσω ενός ζεύγους ελατηρίων (της «νευράς») οι δύο αγκώνες που έφεραν τη χορδή. Η «νευρά» αποτελούνταν από συνεστραμμένες δέσμες σχοινιών από νεύρα ζώων ή μαλλιά γυναικών αλειμμένα με λάδι. Μέσα στη θήκη γλιστρούσε μια κεντρική ράβδος («διώστρα») που είχε τη διατομή της χελιδονοουράς και στο πάνω μέρος της μία αύλακα για την υποδοχή του βέλους. Η «διώστρα» όπλιζε με τη βοήθεια ενός ισχυρού χειροκίνητου βαρούλκου και ασφάλιζε στις εγκοπές των πριονωτών οδοντώσεων. Η ταχεία απελευθέρωσή της επιτυγχανόταν με τη βοήθεια μιας ειδικής αρπάγης. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το μακεδονικό στρατό του Φιλίππου του Β΄ και εξελίχθηκε από το μηχανικό του Μεγάλου Αλεξάνδρου Διάδη τον Πελλαίο.