Στις μάχες της στεριάς το βεληνεκές των όπλων πολλές φορές αποτελούσε συγκριτικό πλεονέκτημα, για παράδειγμα ένας τοξότης υπερτερούσε ενός σπαθοφόρου. Έτσι όλοι οι λαοί προσπαθούσαν να έχουν ισχυρότερα τόξα. Όμως η εμβέλεια των συμβατικών τόξων περιοριζόταν από δύο ανθρωπομετρικούς παράγοντες, αφενός το μήκος τάνυσης του τόξου που δεν μπορεί να υπερβεί την απόσταση από το τεντωμένο χέρι ως τον ώμο του τοξότη και αφετέρου τη δύναμη τάνυσης του τόξου που δεν μπορεί να υπερβεί το μισό του βάρους του τοξότη. Και τα δύο όμως ξεπεράστηκαν με την εφεύρεση του γαστραφέτη, του πρώτου καταπέλτη.
Πρόκειται για ένα τόξο που ο χειριστής του όπλιζε τοποθετώντας το και πιέζοντάς το μεταξύ της γαστρός του (δηλ. του στομαχιού του) και ενός ακλόνητου εμποδίου. Εξασφάλιζε έτσι την εφαρμογή μεγαλύτερης δύναμης αλλά και διαδρομής στο τέντωμα της χορδής του. Αποτελούνταν από ένα ισχυρό και όχι τόσο εύκαμπτο τόξο που έφερε μια ανελαστική (όπως όλα τα τόξα της αρχαιότητας) χορδή και μια εγκάρσια σε αυτό ξύλινη θήκη («σύριγξ») που συγκρατούσε δύο πριονωτές σανίδες στα πλαϊνά της. Η θήκη είχε το σχήμα της χελιδονοουράς ώστε να γλιστρά με ασφάλεια μια ξύλινη ράβδος («διώστρα»). Η διώστρα έφερε στα πλαϊνά της μέσω αρθρώσεων δύο μικρά στελέχη («κόρακες» ή «επίσχεστρα») που κλείδωναν κατά τον οπλισμό της στις πριονωτές σανίδες. Στο πάνω μέρος της είχε μια ημικυκλική αύλακα όπου τοποθετούνταν το βέλος. Στο πίσω μέρος έφερε το μηχανισμό μανδάλωσης – απομανδάλωσης. Αυτός αποτελούνταν από μια αρθρωμένη σε δύο ορθοστάτες μεταλλική αρπάγη («κατακλείς») με δύο δόντια που συγκρατούσαν τη χορδή του τόξου και από μια περιστρεφόμενη χειριστήρια ράβδο («σχαστηρία») που ασφάλιζε ή απελευθέρωνε την αρπάγη.