Πρόκειται για το δημοφιλέστερο αρχαιοελληνικό πνευστό όργανο.
Αποτελούνταν από δύο αποκλίνοντες αυλούς, δεμένους στη βάση τους. Κάθε αυλός είχε ξεχωριστά επιστόμια και γλωσσίδες (απλές ή διπλές). Στους ανισομήκεις αυλούς ο ένας έπαιζε τη μελωδία και ο άλλος κρατούσε τον “ίσο”. Στους ισομήκεις αυλούς με την ταυτοφωνία τους επιτυγχανόταν πλουσιότερος ήχος.
Ο αυλητής με περισσή δεξιοτεχνία, χρησιμοποιώντας την κυκλική αναπνοή, φυσώντας δυνατά πετύχαινε τον εναρμονισμό και τη θαυμάσια συνήχηση των δύο αυλών. Πολλές φορές φορούσε ένα είδος δερμάτινης λουρίδας τη “φορβειά” που τοποθετούνταν γύρω από το στόμα (με δύο οπές για τους αυλούς), τα μάγουλα και το πίσω μέρος του κεφαλιού. Μερικές φορές ήταν δεμένη με μια επιπλέον λουρίδα από το πάνω μέρος του κεφαλιού για την ασφαλή συγκράτησή της.
Ο δίαυλος με τον πλούσιο, έντονα συναισθηματικό, ρυθμικό και διαπεραστικό ήχο του ήταν ικανός να συνοδεύει μόνος του το χορό δεκάδων ανδρών.