Πρόκειται για το σημαντικότερο αρχαιοελληνικό πνευστό όργανο, που χρησιμοποιούνταν σε όλες σχεδόν τις ιδιωτικές και δημόσιες τελετές, στους αθλητικούς αγώνες, στις πομπές και στις παραστάσεις τραγωδίας. Είχε χαρακτήρα οργιαστικό και ήταν συνδεδεμένος με τη λατρεία του θεού Διονύσου.
Αποτελούνταν από έναν κυλινδρικό σωλήνα (από καλάμι, πυξάρι, κόκαλο κυρίως της κνήμης του ελαφιού, ελεφαντόδοντο, ξύλο κυρίως λωτού, χαλκό ή συνδυασμό τους) και από ένα βολβοειδές ξύλινο επιστόμιο. Μερικές φορές ο σωλήνας αποτελούνταν από δύο ή τρία τμήματα ή έφερε δύο ή τρείς βολβούς σε τηλεσκοπική διάταξη με σκοπό την αλλαγή τονικότητας (μέσω αυξομείωσης του μήκους των τμημάτων του αυλού). Πάνω στο επιστόμιο προσαρμοζόταν η “γλωσσίδα”. Η “απλή γλωσσίδα” επιτυγχανόταν με μια πλευρική διαμήκη τομή στην πλευρά ενός μικρού (κλειστού στο ένα άκρο) καλαμιού ώστε να δημιουργηθεί μια λεπτή λεπίδα η οποία διεγείρεται και ταλαντεύεται μέσω του εμφυσήματος (όπως στο σύγχρονο κλαρινέτο). Η “διπλή γλωσσίδα” επιτυγχανόταν από δυο λεπτές λεπίδες (με την επιπέδωση ενός ειδικού λεπτού καλαμιού αυτοφυούς της λίμνης Κωπαΐδας) που χτυπούσαν μεταξύ τους κατά το εμφύσημα (όπως στο σύγχρονο όμποε). Οι οπές του αυλού ήταν συνήθως επτά με μια επιπλέον προς τα πίσω για την παραγωγή άλλης μιας οκτάβας.
Ο Θηβαίος δεξιοτέχνης Πρόνομος (~400 π.Χ.) επινόησε αυλούς με πολλά τρυπήματα και περιστρεφόμενους δακτυλίους για το άνοιγμα και το κλείσιμο συγκεκριμένων οπών ώστε να υπάρχει η δυνατότητα εκτέλεσης αρκετών διαφορετικών “τροπικών κλιμάκων”.
Ο αυλητής τοποθετούσε το επιστόμιο στα χείλη του (με τη γλωσσίδα εξολοκλήρου μέσα στο στόμα του) και με περίτεχνο τρόπο εμφυσώντας με δύναμη, πιέζοντας κατάλληλα τα χείλη του και καλύπτοντας τις αντίστοιχες οπές με τα δάκτυλά του παρήγαγε τις επιθυμητές νότες.