Πρόκειται για πνευστό όργανο (πρόγονο της τσαμπούνας) που έδινε τη δυνατότητα στον εκτελεστή του να παίζει χωρίς παύσεις για την αναπνοή του.
Αποτελούνταν από έναν έως τέσσερεις αυλούς (με γλωσσίδες) προσαρμοσμένους σε έναν ασκό φτιαγμένο από ολόκληρο το δέρμα ενός μικρού ζώου ή την κύστη ενός μεγαλύτερου. Ο ασκός χρησίμευε ως αεροδεξαμενή που γέμιζε κατά τη βούληση του “ασκαύλη” με εμφύσηση από το στόμα (μέσω ενός καλαμένιου αγωγού που έφερε μια αντεπίστροφη δερμάτινη βαλβίδα) ή με ποδοκίνητο φυερό.
Ο εκτελεστής κρατούσε τον άσκαυλο στην αγκαλιά του πιέζοντάς τον ώστε να διατηρεί σταθερή την πίεση του περιεχόμενου αέρα. Ο ένας (ή δύο) από τους αυλούς έπαιζαν την μελωδία (“τραγουδιστές”) με τους κατάλληλους δακτυλισμούς ενώ οι υπόλοιποι κρατούσαν τον ίσο (“ισοκράτες”) παράγοντας μια συνεχόμενη νότα.