Πρόκειται για πολεμικό κωπήλατο πλοίο με τρεις σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά. Αποτέλεσε το αριστούργημα της αρχαιοελληνικής ναυπηγικής τέχνης και το ένδοξο όπλο των Περσικών πολέμων. Ήταν μια επαναστατική εξέλιξη της διήρους (πιθανότατα από τον Κορίνθιο ναυπηγό Αμεινοκλή) χωρίς αύξηση του πλάτους της με την προσθήκη μιας επιπλέον σειράς κωπηλατών στο νεκρό χώρο δίπλα στην κουπαστή σε ψηλότερο επίπεδο από τους άλλους κωπηλάτες. Για την εξασφάλιση της απαιτούμενης ροπής επινοήθηκε ο ευφυής εξωλέμβιος τράπηκας. Οι τρεις σειρές κωπηλατών εξασφάλιζαν στο σκάφος τριπλάσια κινητήρια ισχύ από την πεντηκόντορο χωρίς αντίστοιχη αύξηση του μήκους του. Αυτό ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα στις καταδιώξεις και τους εμβολισμούς των αντιπάλων. Η πλοήγηση επιτυγχανόταν με τα δύο μεγάλα κουπιά της πρύμνης. Επικουρικά διέθετε ένα μεγάλο τετράγωνο ιστίο στο μέσον της και ένα μικρότερο στην πρύμνη της με πλήθος τροχαλιών για τον ευχερή χειρισμό τους. Το πλήρωμά της συνήθως αποτελούνταν από 170 κωπηλάτες, 10 ναύτες, 14 (έως 80 σε ειδικές περιπτώσεις) οπλίτες, 5 αξιωματούχους και τον κυβερνήτη. Το μήκος της έφθανε τα 40 μέτρα, το πλάτος της τα 5,20 μέτρα και το βύθισμά της τα 1,10 μέτρα. Η ταχύτητά της έφθανε τα 12 ναυτικά μίλια ανά ώρα. Συνήθως έφερε πλήρες κατάστρωμα κυρίως για την προστασία των κωπηλατών αλλά και την ευχερή μεταφορά των οπλιτών. Το συγκεκριμένο ομοίωμα αποτελεί αντίγραφο της ανακατασκευασμένης τριήρους με το όνομα «Ολυμπιάς» από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό σε σχέδια των Βρετανών Κόουτς και Μόρισον.