Πρόκειται για ξύλινο τρίχορδο όργανο με μικρό αντηχείο και μακρύ λαιμό με δακτυλοθέσιο (ταστιέρα) για την παραγωγή των διαφορετικών φθόγγων από κάθε χορδή (με την αυξομείωση του παλλόμενου μήκους της). Είναι ο άμεσος πρόγονος των σύγχρονων οργάνων της οικογένειας του λαούτου. Με την παρεφθαρμένη ονομασία “ταμπουράς”, (βυζ. “θαμπούρα”, αρχ. “πανδούρα”) επέζησε ως τις μέρες μας. Πιθανόν η ταστιέρα της να οριοθετούνταν από μετακινούμενα δερμάτινα κορδόνια ώστε το όργανο να χρησιμοποιείται κατά περίπτωση στην εκτέλεση των διαφορετικών γενών της αρχαιοελληνικής μουσικής. Ο εκτελεστής (συνήθως γυναίκα) κρατούσε οριζόντια την πανδουρίδα με το λαιμό του οργάνου στα αριστερά του, με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού του πίεζε τις χορδές πάνω στην ταστιέρα και με το δεξί χέρι τραβούσε τις χορδές ή τις έπληττε με τη βοήθεια του “πλήκτρου”.