Πρόκειται για το περίφημο έγχορδο όργανο των αοιδών των Ομηρικών επών. Ο ίδιος ο Όμηρος τη χαρακτηρίζει γλυκόφωνη και καθαρόφωνη.
Αποτελούνταν από ένα μικρό πεταλοειδές ξύλινο ηχείο με δύο ευθείς μικρούς βραχίονες που συνδέονταν ελαστικά με τις απολήξεις του ηχείου επιτρέποντας την ανεπαίσθητη πλευρική μετακίνησή τους δημιουργώντας έτσι έναν κυματιστό ήχο. Οι χορδές της ξεκινούσαν από το χορδοστάτη, περνούσαν από τον καβαλάρη (“μαγάδιον”) και προσδένονταν με θηλιές σε δερμάτινες λουρίδες με κόμπους τυλιγμένες επί του ζυγού. Η προσεκτική περιστροφή του “δερματοσωρού” κάθε χορδής επέτρεπε το χόρδισμά της.
Ο καθιστός εκτελεστής με το αριστερό χέρι κρατούσε τη φόρμιγγα πλαγιαστή στον αριστερό μηρό του και με το δεξί χέρι έπληττε τις τρεις έως επτά (συνήθως τέσσερεις) χορδές της με τη βοήθεια του “πλήκτρου”.