Πρόκειται για μεγαλοπρεπές έγχορδο όργανο με έντονο και βαθύ ήχο που απαιτούσε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και συνόδευε το τραγούδι («κιθαρωδεία») σε μουσικούς αγώνες και άλλες σπουδαίες δημόσιες εκδηλώσεις.
Αποτελούνταν από ένα μεγάλο τραπεζοειδές ξύλινο ηχείο με ενσωματωμένους δύο συμμετρικούς συμπαγείς καμπύλους βρα-χίονες που συνδέονταν ελαστικά με τους πήχεις μέσω ενός πολύπλοκου ρυθμιστικού μηχανισμού από καμπύλα ελάσματα, κέρατα, κ.ά. Η ελαστικότητα των βραχιόνων επέτρεπε την ανεπαίσθητη κατακόρυφη μετακίνησή τους δημιουργώντας έτσι ένα ξεχωριστό κυματιστό ήχο. Οι δύο (πιθανόν έκκεντρα περιστρεφόμενες) σπειροειδείς προεξοχές των πήχεων που υποβάσταζαν το ζυγό χρησίμευαν για τη χαλάρωση και τη ρύθμιση του τεζαρίσματος του ζυγού (και των χορδών) ώστε το όργανο να είναι σε θέση ξεκούρασης και παιξίματος αντίστοιχα. Tα εξισορροπητικά ολισθαίνοντα ορειχάλκινα αντίβαρα του ζυγού βοηθούσαν επίσης στο επιθυμητό τεζάρισμά του. Ο καβαλάρης («μαγάδιον») μερικές φορές ήταν επίσης πολύπλοκος με μια σειρά ενσωματωμένων μοχλίσκων που έδιναν τη δυνατότητα παραγωγής εναλλακτικών ισά-ριθμων φθόγγων.
Ο εκτελεστής κρατούσε την κιθάρα στο αριστερό μέρος του σώματός του σχεδόν ορθή (με ελάχιστη κλίση προς τα μέσα, συχνά με τη βοήθεια ιμάντα) και με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού πίεζε ή τραβούσε τις (επτά συνήθως) χορδές της ενώ με το δεξί χέρι τις έπληττε με τη βοήθεια του «πλήκτρου».
Ο Τέρπανδρος (που καθιέρωσε την έβδομη χορδή), ο Στησίχορος, ο Αμοιβέας ο Αθηναίος, ο Αριστόνικος ο Αργείος (που εισήγαγε τα «άφωνα κρούσματα» – σολαρίσματα), ο Αγέλαος ο Τεγεάτης και Λύσανδρος ο Σικυώνιος είναι μερικοί μόνο από τους πολυάριθμους φημισμένους χαρισματικούς κιθαρωδούς.