Πρόκειται για ένα πανάρχαιο έγχορδο μουσικό όργανο (εφεύρημα του Ερμή) που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές και διαδεδομένο από τους μινωικούς κιόλας χρόνους. Ήταν ένα μέσο εκπαίδευσης των νέων και συνδεόταν στενά με τη λατρεία του Απόλλωνα. Αποτελούσε μαζί με τον αυλό τα εθνικά (και “ανταγωνιστικά” πολλές φορές) μουσικά όργανα των Ελλήνων.
Στην πλέον πρώιμη μορφή της (“χέλυς”) αποτελούνταν από το αντηχείο (ένα κοίλο όστρακο χελώνας με μια τεντωμένη παλλόμενη μεμβράνη από δέρμα βοδιού ή κατσικιού στο ανοικτό επίπεδο κομμένο μέρος του), τους δύο “πήχεις” (από κέρατα κατσίκας ή δύο όμοιους ελαφρά καμπύλους ξύλινους βραχίονες) και το “ζυγό” (ένα κυλινδρικό ξύλο, συνδεμένο εγκάρσια με τους βραχίονες). Οι ισομήκεις χορδές της (3 έως 12) κατασκευάζονταν αρχικά από καννάβι ή λινάρι και αργότερα από στριμμένα έντερα ή τένοντες ζώων (π.χ. προβάτου). Οι χορδές προσδένονταν στο χορδοτόνιο, περνούσαν από τον καβαλάρη (“μαγάδιον”) και τεντώνονταν επί του ζυγού. Η ρύθμιση του τεζαρίσματος (χορδίσματος) επιτυγχανόταν αρχικά με τη βοήθεια δερμάτινων κορδονιών, ελεύθερων ή σταθερών ξύλινων πείρων αργότερα, αλλά και ξύλινων κλειδιών (“κολλάβων”).
Ο εκτελεστής κρατούσε τη λύρα στο αριστερό μέρος του σώματός του (συχνά με τη βοήθεια ιμάντα) και με τα δάχτυλα του αριστερού πίεζε ή τραβούσε τις χορδές ενώ με το δεξί χέρι τις έπληττε με τη βοήθεια του “πλήκτρου”. Το προσδεμένο με ταινία πλήκτρο αποτελούνταν από μια μεγάλη καμπύλη λαβή και μια βραχεία αιχμηρή λεπίδα συνήθως από φίλντισι, κέρατο ή κόκκαλο.